χλωρογονικός

χλωρογονικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «χλωρογονικό οξύ»
(βιοχ.) αντιμυκητιακός μεταβολίτης που απαντά σε ορισμένα ανώτερα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)-* + γεννώ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chlorogenic (acid)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”